- αλληγόρημα
- το (Α ἀλληγόρημα) [ἀλληγορῶ]η αλληγορία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληγορώ — ἀλληγορῶ ( έω) (ΑΜ) 1. ενεργ. μιλώ έτσι ώστε να υπονοώ άλλο από εκείνο που λέγω, παριστάνω ή ερμηνεύω κάτι με αλληγορικό τρόπο 2. παθ. κάτι εκτίθεται αλληγορικά, γίνεται λόγος για κάτι αλληγορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλήγορος. ΠΑΡ. ἀλληγόρημα,… … Dictionary of Greek
ԱՅԼԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0083 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. ἁλληγορία, ἁλληγόρημα allegoria, figura, interpretatio allegorica Նմանաբանութիւն. առակ. ձեւ. նշանակ. բան խորհրդաւոր կամ գաղտնի իմաստիւք. եւ իմաստ խորին … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)